- συντείνω
- ΝΑ, και αττ. τ. ξυντείνω Α [τείνω]συμβάλλω, συντελώ σε κάτι (α. «οι προσπάθειες όλων πρέπει να συντείνουν στην ανόρθωση τής χώρας» β. «τὰ συντείνοντα πρὸς τὸ ζῆν καλῶς», Αθηνί.)αρχ.1. τείνω, τεντώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο2. εντείνω όλες τις δυνάμεις μου, προσπαθώ, αγωνίζομαι («ὅ, τι μάλιστα δύνασα συντείνας πειράθητι», Πλάτ.)3. επισπεύδω ή ενισχύω4. σπεύδω («δρόμῳ συντείνας εἰς τὸ ἄστυ καὶ προσβολὼν τοῑς ἄρχουσιν», Πλούτ.)5. (για πράγμ.) επιτείνομαι6. κατευθύνω όλες μου τις προσπάθειες προς το ίδιο σημείο («καὶ ἐμέ ἐπὶ τὸ δηλῶσαι πειρώμενον ἁμῶς γέ πως ξυντεῑναι τὸν λόγον», Πλάτ.)7. τείνω προς κάτι μαζί με κάτι άλλο («τὰ δ' ἐμοὶ δοκεῑ πάντα εἰς ταὐτόν τι συντείνειν», Πλάτ.)8. κατευθύνω προς το ίδιο σημείο9. (γενικά) κατευθύνω, διευθύνω10. δίνω ένταση11. (κατ' επέκτ.) ζωογονώ («ῥήμασί τε καὶ ῥυθμοῑς συντείνοντες τὰς τῶν ἀκροωμένων ψυχάς», Πλάτ.)12. (για αριθμό ή ποσό) ανέρχομαι σε... («συντεινόντων εἰς εἰκοσιδύο ἐπισκόπους», Παλλάδ.)13. συνδέομαι, έχω σχέση με...14. μέσ. συντείνομαιαγανακτώ, εξοργίζομαι με κάποιον15. παθ. βρίσκομαι σε κατάσταση έντασης16. φρ. «γνώμη συντεταμένη» — σοβαρός, σημαντικός σκοπός (Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.